Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που είναι η πιο κοινή μορφή γεροντικής άνοιας. Χαρακτηρίζεται από γνωστικές και ιδιαίτερα μνησιακές διαταραχές που επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής του ασθενούς και των γύρω του και συχνά οδηγούν στην τοποθέτηση του ασθενούς σε εξειδικευμένο ίδρυμα. Η νόσος εκτιμάται ότι προσβάλλει περίπου 35 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων 10 εκατομμυρίων στην Ευρώπη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και του παράγοντα κινδύνου για την ηλικία. Το παγκόσμιο κόστος της ιατρικής και κοινωνικής φροντίδας της νόσου του Αλτσχάιμερ υπολογίστηκε το 2010 σε 664 δισεκατομμύρια δολάρια και θα μπορούσε να φτάσει πάνω από 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2030. Τέσσερα φάρμακα διατίθενται τώρα στην αγορά για τη θεραπευτική διαχείριση της νόσου Αλτσχάιμερ: τρεις αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης (γαλανταμίνη REMINYL®, rivastigmine EXELON® και dopezil ARICEPT®), καθώς και ανταγωνιστής των υποδοχέων NMDA (EBIXA® Memantin). Κατ’ ουσίαν, παράγουν μόνο συμπτωματικά αποτελέσματα χωρίς να θέτουν υπό αμφισβήτηση την εξέλιξη της νόσου, γεγονός που οδήγησε την Ανώτατη Αρχή Υγείας στη Γαλλία να κρίνει το θεραπευτικό τους ενδιαφέρον όσον αφορά τον κίνδυνο παροχής και να αμφισβητήσει την επιστροφή τους. Ωστόσο, οι πωλήσεις τους ανήλθαν σε πάνω από 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως το 2014. Η σχετική αναποτελεσματικότητα των σημερινών θεραπειών και η πτώση στον δημόσιο τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έχουν προκαλέσει έντονο παγκόσμιο ανταγωνισμό και εκατοντάδες μόρια έχουν αποτελέσει αντικείμενο κλινικών μελετών. Αυτές αφορούν προσεγγίσεις που στοχεύουν τους κύριους βιολογικούς στόχους που εμπλέκονται στην παθογένεση της νόσου Αλτσχάιμερ (πεπτίδιο αμυλοειδούς, πρωτεΐνη ταυ, φλεγμονή, χολινεργικό σύστημα, νευροδιαβιβαστές...). Δυστυχώς, πολλές από αυτές τις μελέτες έχουν αποτύχει, αν και επί του παρόντος εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερες από 150 κλινικές δοκιμές που αφορούν κυρίως μικρά μόρια, αλλά και προσεγγίσεις ανοσοθεραπείας. Καθώς αυτές οι ικανότητες εξασθενούν κατά τη διάρκεια της νόσου Αλτσχάιμερ, θεωρούμε ότι η ντοκοπρίδη, ή ένας άλλος παράγοντας που αναπαράγει τον ελβετικό χαρακτήρα του μαχαιριού, θα μπορούσε να έχει συμπτωματικό ενδιαφέρον για τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ, αποκαθιστώντας τη χολινεργική νευροδιαβίβαση με βιώσιμο τρόπο χάρη στη νευροπροστατευτική της δράση. Το νευροτροφικό αποτέλεσμα, το οποίο επίσης εκδηλώνεται από τον δοκπρίδη, θα μπορούσε, από την άλλη πλευρά, να είναι σε θέση να σταματήσει την πορεία της νόσου επιτρέποντας ακόμη και μερική αποκατάσταση των αλλοιωμένων γνωστικών λειτουργιών και ίσως αποφεύγοντας την ιδρυματοποίηση των ασθενών, η οποία είναι τόσο επαχθής όσον αφορά το κόστος για τη δημόσια υγεία και την ταλαιπωρία για τους συντρόφους.