Το Εθνικό Έργο Επέκτασης Παρακολούθησης Ενεργειακής Απόδοσης (εφεξής «NP RMEE») αποσκοπεί στη δημιουργία νέων λειτουργιών ηλεκτρονικής συλλογής (λογισμικό), αναλύοντας και αξιολογώντας τα δεδομένα σχετικά με την κατανάλωση και την εξοικονόμηση ενέργειας, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις διοικητικές απαιτήσεις των παρόχων δεδομένων καθώς και την επεξεργασία δεδομένων. Το νέο σύστημα παρακολούθησης της ενεργειακής απόδοσης (MSEE) θα επιτρέψει την αξιολόγηση της εξοικονόμησης ενέργειας και των επακόλουθων περιβαλλοντικών οφελών, καθώς και την επεξεργασία των εκροών για αναλύσεις ενεργειακής κατανάλωσης. Η λειτουργία του θα αποφέρει κάθε χρόνο πραγματική γνώση της κατανάλωσης και της εξοικονόμησης. Μετά το 2020, θα πρέπει να παρακολουθηθούν τα μακροπρόθεσμα οφέλη των μέτρων που απορρέουν από την οδηγία για την ενεργειακή απόδοση[1] και να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για τον σχεδιασμό νέων μέτρων για την αειφόρο ανάπτυξη. Το MSEE θα επιτρέψει τη συλλογή δεδομένων σχετικά με την ένταση των επενδύσεων ανά μονάδα εξοικονομούμενης ή παραγόμενης ενέργειας ανά μονάδα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, συμβάλλοντας έτσι στη λήψη επενδυτικών αποφάσεων σε έργα ενεργειακής απόδοσης και στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι νέες λειτουργίες θα επιτρέψουν τη σύγκριση της κατανάλωσης ενέργειας ή των αποτελεσμάτων του έργου με παρόμοιες ομάδες χρηστών ενέργειας. Οι λειτουργίες θα στοχεύουν επίσης στη βελτίωση και την αυτοματοποίηση της επαλήθευσης των δεδομένων που εισάγονται από τον φορέα εκμετάλλευσης, στη δημιουργία της δυνατότητας μαζικής εισαγωγής δεδομένων κ.λπ. Σκοπός του έργου είναι κυρίως η αύξηση της διαλειτουργικότητας των συστημάτων λογισμικού κρατικής διοίκησης, π.χ. με την εισαγωγή μιας μοναδικής διεύθυνσης για τα κτίρια και τη δημιουργία εισαγωγής/εξαγωγής δεδομένων από/προς άλλα σχετικά συστήματα, ή με τη δημιουργία επικοινωνίας με τέτοια συστήματα. [1] Οδηγία 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 20110/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ.